ἠέπερ

ἠέπερ
ἠπειρωτικός
continental
poetic indeclform (conj)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ήπερ — (I) ἤπερ και ποιητ. τ. ἠέπερ (Α) ή ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἤ + περ]. (II) ᾗπερ (Α) επίρρ. με τον ίδιο τρόπο, όπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾗ + περ] …   Dictionary of Greek

  • περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”